- διαγορεύει
- διαγορεύωdeclarepres ind mp 2nd sgδιαγορεύωdeclarepres ind act 3rd sgδιαγορεύωdeclarepres ind mp 2nd sgδιαγορεύωdeclarepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπυκνωμένως — Α επίρρ. με πυκνό τρόπο, συμπυκνωμένα («ὁ ψαλμὸς οὗτος νόμον καὶ ἐντολὰς καὶ... κρίματα καὶ μαρτύρια πεπυκνωμένως διαγορεύει», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπυκνωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πυκνώνω] … Dictionary of Greek